μετονοματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετονοματικός | η | μετονοματική | το | μετονοματικό |
| γενική | του | μετονοματικού | της | μετονοματικής | του | μετονοματικού |
| αιτιατική | τον | μετονοματικό | τη | μετονοματική | το | μετονοματικό |
| κλητική | μετονοματικέ | μετονοματική | μετονοματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετονοματικοί | οι | μετονοματικές | τα | μετονοματικά |
| γενική | των | μετονοματικών | των | μετονοματικών | των | μετονοματικών |
| αιτιατική | τους | μετονοματικούς | τις | μετονοματικές | τα | μετονοματικά |
| κλητική | μετονοματικοί | μετονοματικές | μετονοματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μετονοματικός < (μετα-) μετ- + ονοματικός, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική denominativ ή γαλλική dénominatif[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.to.no.ma.tiˈkos/
Επίθετο
μετονοματικός
- (γλωσσολογία) για λέξη ή όρο που παράγεται από όνομα επίθετο ή όνομα ουσιαστικό
- μετονοματικά ρήματα
- το -άζω είναι μετονοματικό ρηματικό επίθημα: παράγεται από ουσιαστικά ή επίθετα και δημιουργεί ρήματα
Υπώνυμα
- μεταρηματικός, μεταρρηματικός
- μετεπιθετικός
- μετεπιρρηματικός
- μετουσιαστικός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μετονοματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.