μετεπιθετικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετεπιθετικός η μετεπιθετική το μετεπιθετικό
      γενική του μετεπιθετικού της μετεπιθετικής του μετεπιθετικού
    αιτιατική τον μετεπιθετικό τη μετεπιθετική το μετεπιθετικό
     κλητική μετεπιθετικέ μετεπιθετική μετεπιθετικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετεπιθετικοί οι μετεπιθετικές τα μετεπιθετικά
      γενική των μετεπιθετικών των μετεπιθετικών των μετεπιθετικών
    αιτιατική τους μετεπιθετικούς τις μετεπιθετικές τα μετεπιθετικά
     κλητική μετεπιθετικοί μετεπιθετικές μετεπιθετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μετεπιθετικός < (μετα-) μετ- + επιθετικός

Προφορά

ΔΦΑ : /me.te.pi.θe.tiˈkos/

Επίθετο

μετεπιθετικός, -ή, -ό

  • (γλωσσολογία) που παράγεται από επίθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.