μετονοματική
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.to.no.ma.tiˈci/
- ομόηχο: μετονοματικοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μετονοματική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μετονοματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.