μεταρρυθμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεταρρυθμίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταρρυθμίζω < μετα- + ῥυθμίζω < ῥυθμός,  δείτε ρρ

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.ɾiˈθmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταρρυθμίζω
παλιότερος συλλαβισμός: μεταρρυθμίζω

Ρήμα

μεταρρυθμίζω, αόρ.: μεταρρύθμισα, παθ.φωνή: μεταρρυθμίζομαι, π.αόρ.: μεταρρυθμίστηκα, μτχ.π.π.: μεταρρυθμισμένος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις μετά, ρυθμίζω και ρυθμός

Κλίση

Μεταφράσεις




Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μεταρρυθμίζω < μετα- + ῥυθμίζω < ῥυθμός,  δείτε ρρ

Ρήμα

μεταρρυθμίζω

Συγγενικά

  • μεταρρυθμέω
  • μεταρρυθμόω

 και δείτε τις λέξεις μετά και ῥυθμός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.