μεταρρυθμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταρρυθμίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταρρυθμίζω < μετα- + ῥυθμίζω < ῥυθμός, → δείτε ρρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.ɾiˈθmi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ταρ‐ρυθ‐μί‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : με‐ταρ‐ρυ‐θμί‐ζω
Ρήμα
μεταρρυθμίζω, αόρ.: μεταρρύθμισα, παθ.φωνή: μεταρρυθμίζομαι, π.αόρ.: μεταρρυθμίστηκα, μτχ.π.π.: μεταρρυθμισμένος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταρρυθμίζω | μεταρρύθμιζα | θα μεταρρυθμίζω | να μεταρρυθμίζω | μεταρρυθμίζοντας | |
| β' ενικ. | μεταρρυθμίζεις | μεταρρύθμιζες | θα μεταρρυθμίζεις | να μεταρρυθμίζεις | μεταρρύθμιζε | |
| γ' ενικ. | μεταρρυθμίζει | μεταρρύθμιζε | θα μεταρρυθμίζει | να μεταρρυθμίζει | ||
| α' πληθ. | μεταρρυθμίζουμε | μεταρρυθμίζαμε | θα μεταρρυθμίζουμε | να μεταρρυθμίζουμε | ||
| β' πληθ. | μεταρρυθμίζετε | μεταρρυθμίζατε | θα μεταρρυθμίζετε | να μεταρρυθμίζετε | μεταρρυθμίζετε | |
| γ' πληθ. | μεταρρυθμίζουν(ε) | μεταρρύθμιζαν μεταρρυθμίζαν(ε) |
θα μεταρρυθμίζουν(ε) | να μεταρρυθμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταρρύθμισα | θα μεταρρυθμίσω | να μεταρρυθμίσω | μεταρρυθμίσει | ||
| β' ενικ. | μεταρρύθμισες | θα μεταρρυθμίσεις | να μεταρρυθμίσεις | μεταρρύθμισε | ||
| γ' ενικ. | μεταρρύθμισε | θα μεταρρυθμίσει | να μεταρρυθμίσει | |||
| α' πληθ. | μεταρρυθμίσαμε | θα μεταρρυθμίσουμε | να μεταρρυθμίσουμε | |||
| β' πληθ. | μεταρρυθμίσατε | θα μεταρρυθμίσετε | να μεταρρυθμίσετε | μεταρρυθμίστε | ||
| γ' πληθ. | μεταρρύθμισαν μεταρρυθμίσαν(ε) |
θα μεταρρυθμίσουν(ε) | να μεταρρυθμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεταρρυθμίσει | είχα μεταρρυθμίσει | θα έχω μεταρρυθμίσει | να έχω μεταρρυθμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταρρυθμίσει | είχες μεταρρυθμίσει | θα έχεις μεταρρυθμίσει | να έχεις μεταρρυθμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταρρυθμίσει | είχε μεταρρυθμίσει | θα έχει μεταρρυθμίσει | να έχει μεταρρυθμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταρρυθμίσει | είχαμε μεταρρυθμίσει | θα έχουμε μεταρρυθμίσει | να έχουμε μεταρρυθμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταρρυθμίσει | είχατε μεταρρυθμίσει | θα έχετε μεταρρυθμίσει | να έχετε μεταρρυθμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταρρυθμίσει | είχαν μεταρρυθμίσει | θα έχουν μεταρρυθμίσει | να έχουν μεταρρυθμίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταρρυθμίζομαι | μεταρρυθμιζόμουν(α) | θα μεταρρυθμίζομαι | να μεταρρυθμίζομαι | ||
| β' ενικ. | μεταρρυθμίζεσαι | μεταρρυθμιζόσουν(α) | θα μεταρρυθμίζεσαι | να μεταρρυθμίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | μεταρρυθμίζεται | μεταρρυθμιζόταν(ε) | θα μεταρρυθμίζεται | να μεταρρυθμίζεται | ||
| α' πληθ. | μεταρρυθμιζόμαστε | μεταρρυθμιζόμαστε μεταρρυθμιζόμασταν |
θα μεταρρυθμιζόμαστε | να μεταρρυθμιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | μεταρρυθμίζεστε | μεταρρυθμιζόσαστε μεταρρυθμιζόσασταν |
θα μεταρρυθμίζεστε | να μεταρρυθμίζεστε | (μεταρρυθμίζεστε) | |
| γ' πληθ. | μεταρρυθμίζονται | μεταρρυθμίζονταν μεταρρυθμιζόντουσαν |
θα μεταρρυθμίζονται | να μεταρρυθμίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταρρυθμίστηκα | θα μεταρρυθμιστώ | να μεταρρυθμιστώ | μεταρρυθμιστεί | ||
| β' ενικ. | μεταρρυθμίστηκες | θα μεταρρυθμιστείς | να μεταρρυθμιστείς | μεταρρυθμίσου | ||
| γ' ενικ. | μεταρρυθμίστηκε | θα μεταρρυθμιστεί | να μεταρρυθμιστεί | |||
| α' πληθ. | μεταρρυθμιστήκαμε | θα μεταρρυθμιστούμε | να μεταρρυθμιστούμε | |||
| β' πληθ. | μεταρρυθμιστήκατε | θα μεταρρυθμιστείτε | να μεταρρυθμιστείτε | μεταρρυθμιστείτε | ||
| γ' πληθ. | μεταρρυθμίστηκαν μεταρρυθμιστήκαν(ε) |
θα μεταρρυθμιστούν(ε) | να μεταρρυθμιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μεταρρυθμιστεί | είχα μεταρρυθμιστεί | θα έχω μεταρρυθμιστεί | να έχω μεταρρυθμιστεί | μεταρρυθμισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις μεταρρυθμιστεί | είχες μεταρρυθμιστεί | θα έχεις μεταρρυθμιστεί | να έχεις μεταρρυθμιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταρρυθμιστεί | είχε μεταρρυθμιστεί | θα έχει μεταρρυθμιστεί | να έχει μεταρρυθμιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταρρυθμιστεί | είχαμε μεταρρυθμιστεί | θα έχουμε μεταρρυθμιστεί | να έχουμε μεταρρυθμιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταρρυθμιστεί | είχατε μεταρρυθμιστεί | θα έχετε μεταρρυθμιστεί | να έχετε μεταρρυθμιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταρρυθμιστεί | είχαν μεταρρυθμιστεί | θα έχουν μεταρρυθμιστεί | να έχουν μεταρρυθμιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μεταρρυθμισμένος - είμαστε, είστε, είναι μεταρρυθμισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μεταρρυθμισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μεταρρυθμισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μεταρρυθμισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μεταρρυθμισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μεταρρυθμισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μεταρρυθμισμένοι | |||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- μεταρρυθμίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεταρρυθμίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.