αναμορφώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναμορφώνω < μεταγενέστερη ελληνική ἀναμορφόω-ἀναμορφῶ
Ρήμα
αναμορφώνω (παθητικό: αναμορφώνομαι)
- αλλάζω σημαντικά και σε βάθος κάτι, του δίνω νέα μορφή αλλά και νέα ουσία
- Πρέπει να αναμορφωθεί το εκπαιδευτικό σύστημα
- Αποφάσισαν να αναμορφώσουν την οδό Πανεπιστημίου
- εκπαιδεύω σε νέες βάσεις ώστε να φέρω στην επιφάνεια τον καλύτερο εαυτό ενός ανθρώπου και να μπορέσει αυτός να επανενταχθεί στο κοινωνικό σύστημα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναμορφώνω | αναμόρφωνα | θα αναμορφώνω | να αναμορφώνω | αναμορφώνοντας | |
| β' ενικ. | αναμορφώνεις | αναμόρφωνες | θα αναμορφώνεις | να αναμορφώνεις | αναμόρφωνε | |
| γ' ενικ. | αναμορφώνει | αναμόρφωνε | θα αναμορφώνει | να αναμορφώνει | ||
| α' πληθ. | αναμορφώνουμε | αναμορφώναμε | θα αναμορφώνουμε | να αναμορφώνουμε | ||
| β' πληθ. | αναμορφώνετε | αναμορφώνατε | θα αναμορφώνετε | να αναμορφώνετε | αναμορφώνετε | |
| γ' πληθ. | αναμορφώνουν(ε) | αναμόρφωναν αναμορφώναν(ε) |
θα αναμορφώνουν(ε) | να αναμορφώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναμόρφωσα | θα αναμορφώσω | να αναμορφώσω | αναμορφώσει | ||
| β' ενικ. | αναμόρφωσες | θα αναμορφώσεις | να αναμορφώσεις | αναμόρφωσε | ||
| γ' ενικ. | αναμόρφωσε | θα αναμορφώσει | να αναμορφώσει | |||
| α' πληθ. | αναμορφώσαμε | θα αναμορφώσουμε | να αναμορφώσουμε | |||
| β' πληθ. | αναμορφώσατε | θα αναμορφώσετε | να αναμορφώσετε | αναμορφώστε | ||
| γ' πληθ. | αναμόρφωσαν αναμορφώσαν(ε) |
θα αναμορφώσουν(ε) | να αναμορφώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναμορφώσει | είχα αναμορφώσει | θα έχω αναμορφώσει | να έχω αναμορφώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναμορφώσει | είχες αναμορφώσει | θα έχεις αναμορφώσει | να έχεις αναμορφώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναμορφώσει | είχε αναμορφώσει | θα έχει αναμορφώσει | να έχει αναμορφώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναμορφώσει | είχαμε αναμορφώσει | θα έχουμε αναμορφώσει | να έχουμε αναμορφώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναμορφώσει | είχατε αναμορφώσει | θα έχετε αναμορφώσει | να έχετε αναμορφώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναμορφώσει | είχαν αναμορφώσει | θα έχουν αναμορφώσει | να έχουν αναμορφώσει |
| |
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.