modify
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | modify |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | modifies |
| αόριστος | modified |
| παθητική μετοχή | modified |
| ενεργητική μετοχή | modifying |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmɒdɪfaɪ/
Ρήμα
modify (en)
- (μεταβατικό) τροποποιώ, μετασχηματίζω, μεταρρυθμίζω, αλλάζω κάτι ελαφρώς, ειδικά για να το κάνω πιο κατάλληλο για έναν συγκεκριμένο σκοπό
- (μεταβατικό, γραμματική) προσδιορίζω
Συγγενικά
Πηγές
- modify - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 32, 545, 764. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλλάζω, μεταρρυθμίζω, προσδιορίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.