modify

Αγγλικά (en)

ενεστώτας modify
γ΄ ενικό ενεστώτα modifies
αόριστος modified
παθητική μετοχή modified
ενεργητική μετοχή modifying

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmɒdɪfaɪ/

Ρήμα

modify (en)

  1. (μεταβατικό) τροποποιώ, μετασχηματίζω, μεταρρυθμίζω, αλλάζω κάτι ελαφρώς, ειδικά για να το κάνω πιο κατάλληλο για έναν συγκεκριμένο σκοπό
    The plans for the new house were modified.
    Tροποποιήθηκαν τα σχέδια του σπιτιού.
    I modify a plan.
    Μεταρρυθμίζω ένα σχέδιο.
    I am modifying a proposal.
    Αλλάζω μια πρόταση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη alter
  2. (μεταβατικό, γραμματική) προσδιορίζω
    Adjectives modify nouns.
    Τα επίθετα προσδιορίζουν ουσιαστικά.
     συνώνυμα: qualify

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.