modifier

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

modifier < modify + -er

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmɒdɪfaɪə/

Ουσιαστικό

modifier (en)

  1. τροποποιητής
  2. (προγραμματισμός) ο τροποποιητής εντολής, κώδικα, κλπ

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • modifier στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /mɔ.di.fje/
 

Ρήμα

modifier (fr)

  1. μεταβάλλω
  2. διαφοροποιώ
  3. αλλάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.