μεταπράτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταπράτης οι μεταπράτες
      γενική του μεταπράτη των μεταπρατών
    αιτιατική τον μεταπράτη τους μεταπράτες
     κλητική μεταπράτη μεταπράτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταπράτης < ελληνιστική κοινή μεταπράτης < μεταπιπράσκω[1] < μετά + αρχαία ελληνική πιπράσκω / πέρνημι < περάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (διαπερνώ, διασχίζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.ˈpra.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταπράτης

Ουσιαστικό

μεταπράτης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.