μεταπρατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταπρατικός η μεταπρατική το μεταπρατικό
      γενική του μεταπρατικού της μεταπρατικής του μεταπρατικού
    αιτιατική τον μεταπρατικό τη μεταπρατική το μεταπρατικό
     κλητική μεταπρατικέ μεταπρατική μεταπρατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταπρατικοί οι μεταπρατικές τα μεταπρατικά
      γενική των μεταπρατικών των μεταπρατικών των μεταπρατικών
    αιτιατική τους μεταπρατικούς τις μεταπρατικές τα μεταπρατικά
     κλητική μεταπρατικοί μεταπρατικές μεταπρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταπρατικός < μεταπράτης + -ικός < (ελληνιστική κοινή) μεταπράτης < μεταπιπράσκω < αρχαία ελληνική πιπράσκω / πέρνημι < περάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)

Επίθετο

μεταπρατικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.