μεταπωλητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεταπωλητής | οι | μεταπωλητές |
| γενική | του | μεταπωλητή | των | μεταπωλητών |
| αιτιατική | τον | μεταπωλητή | τους | μεταπωλητές |
| κλητική | μεταπωλητή | μεταπωλητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μεταπωλητής αρσενικό (θηλυκό μεταπωλήτρια)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μεταπωλητής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.