πιπράσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | πιπράσκω | πιπράσκομαι |
| Παρατατικός | ἐπίπρασκον | ἐπιπρασκόμην |
| Μέλλοντας | πραθήσομαι | |
| Αόριστος | ἔπρησα | ἐπράθην |
| Παρακείμενος | πέπρακα | πέπραμαι |
| Υπερσυντέλικος | ἐπεπράκειν | ἐπεπράμην |
| Συντελ.Μέλλ. | πεπρακώς ἔσομαι | πεπράσομαι |
- ιωνικός τύπος : πιπρήσκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.