μεταπιπράσκω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μεταπιπράσκω < μετά + αρχαία ελληνική πιπράσκω / πέρνημι < περάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)

Ρήμα

μεταπιπράσκω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.