μεταβολίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταβολίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metabolize < αρχαία ελληνική μεταβάλλω < μετά + βάλλω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μεταβολισμός, μεταβάλλω και βάλλω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταβολίζω | μεταβόλιζα | θα μεταβολίζω | να μεταβολίζω | μεταβολίζοντας | |
| β' ενικ. | μεταβολίζεις | μεταβόλιζες | θα μεταβολίζεις | να μεταβολίζεις | μεταβόλιζε | |
| γ' ενικ. | μεταβολίζει | μεταβόλιζε | θα μεταβολίζει | να μεταβολίζει | ||
| α' πληθ. | μεταβολίζουμε | μεταβολίζαμε | θα μεταβολίζουμε | να μεταβολίζουμε | ||
| β' πληθ. | μεταβολίζετε | μεταβολίζατε | θα μεταβολίζετε | να μεταβολίζετε | μεταβολίζετε | |
| γ' πληθ. | μεταβολίζουν(ε) | μεταβόλιζαν μεταβολίζαν(ε) |
θα μεταβολίζουν(ε) | να μεταβολίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταβόλισα | θα μεταβολίσω | να μεταβολίσω | μεταβολίσει | ||
| β' ενικ. | μεταβόλισες | θα μεταβολίσεις | να μεταβολίσεις | μεταβόλισε | ||
| γ' ενικ. | μεταβόλισε | θα μεταβολίσει | να μεταβολίσει | |||
| α' πληθ. | μεταβολίσαμε | θα μεταβολίσουμε | να μεταβολίσουμε | |||
| β' πληθ. | μεταβολίσατε | θα μεταβολίσετε | να μεταβολίσετε | μεταβολίστε | ||
| γ' πληθ. | μεταβόλισαν μεταβολίσαν(ε) |
θα μεταβολίσουν(ε) | να μεταβολίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεταβολίσει | είχα μεταβολίσει | θα έχω μεταβολίσει | να έχω μεταβολίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταβολίσει | είχες μεταβολίσει | θα έχεις μεταβολίσει | να έχεις μεταβολίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταβολίσει | είχε μεταβολίσει | θα έχει μεταβολίσει | να έχει μεταβολίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταβολίσει | είχαμε μεταβολίσει | θα έχουμε μεταβολίσει | να έχουμε μεταβολίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταβολίσει | είχατε μεταβολίσει | θα έχετε μεταβολίσει | να έχετε μεταβολίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταβολίσει | είχαν μεταβολίσει | θα έχουν μεταβολίσει | να έχουν μεταβολίσει |
| |
Μεταφράσεις
μεταβολίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.