μεταβολίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεταβολίτης | οι | μεταβολίτες |
| γενική | του | μεταβολίτη | των | μεταβολιτών |
| αιτιατική | τον | μεταβολίτη | τους | μεταβολίτες |
| κλητική | μεταβολίτη | μεταβολίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταβολίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metabolite < metabolism + -ite < αρχαία ελληνική μεταβάλλω
Ουσιαστικό
μεταβολίτης αρσενικό
- (βιοχημεία) ουσία που παράγεται ως ενδιάμεσο ή τελικό προϊόν του μεταβολισμού ή συμμετέχει στην όλη διαδικασία του μεταβολισμού
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μεταβολισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.