αναβολισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναβολισμός οι αναβολισμοί
      γενική του αναβολισμού των αναβολισμών
    αιτιατική τον αναβολισμό τους αναβολισμούς
     κλητική αναβολισμέ αναβολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβολισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anabolism[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.vo.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναβολισμός

Ουσιαστικό

αναβολισμός αρσενικό

  • η λειτουργία του οργανισμού κατά την οποία χρησιμοποιεί τα απλούστερα συστατικά (που προήλθαν από τον καταβολισμό των ουσιών που έχει προσλάβει), για να συνθέσει πολυπλοκότερες ενώσεις

Αντώνυμα

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.