μεταβολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταβολικός | η | μεταβολική | το | μεταβολικό |
| γενική | του | μεταβολικού | της | μεταβολικής | του | μεταβολικού |
| αιτιατική | τον | μεταβολικό | τη | μεταβολική | το | μεταβολικό |
| κλητική | μεταβολικέ | μεταβολική | μεταβολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταβολικοί | οι | μεταβολικές | τα | μεταβολικά |
| γενική | των | μεταβολικών | των | μεταβολικών | των | μεταβολικών |
| αιτιατική | τους | μεταβολικούς | τις | μεταβολικές | τα | μεταβολικά |
| κλητική | μεταβολικοί | μεταβολικές | μεταβολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταβολικός < ελληνιστική κοινή μεταβολικός < αρχαία ελληνική μεταβάλλω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metabolic)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μεταβολισμός, μεταβάλλω και βάλλω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.