μεταβλητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταβλητός | η | μεταβλητή | το | μεταβλητό |
| γενική | του | μεταβλητού | της | μεταβλητής | του | μεταβλητού |
| αιτιατική | τον | μεταβλητό | τη | μεταβλητή | το | μεταβλητό |
| κλητική | μεταβλητέ | μεταβλητή | μεταβλητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταβλητοί | οι | μεταβλητές | τα | μεταβλητά |
| γενική | των | μεταβλητών | των | μεταβλητών | των | μεταβλητών |
| αιτιατική | τους | μεταβλητούς | τις | μεταβλητές | τα | μεταβλητά |
| κλητική | μεταβλητοί | μεταβλητές | μεταβλητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταβλητός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
μεταβλητός
- αυτός που μεταβάλεται
- (μαθηματικά, προγραμματισμός) βλ. μεταβλητή
- (προγραμματισμός) για δομή δεδομένων, η οποία μπορεί να τροποποιηθεί (αφού της έχει γίνει ανάθεση τιμής) χωρίς να χρειάζεται να γίνει αντικατάστασή της (overwriting)
- η δομή δεδομένων λίστα (list) είναι μεταβλητή (mutable) γιατί μπορούν να προσθαφαιρεθούν στοιχεία
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.