variable

Αγγλικά (en)

Επίθετο

variable (en)

  1. μεταβλητός, μεταβαλλόμενος
  2. ασταθής,
  3. ευμετάβλητος συναισθηματικά

Ουσιαστικό

variable (en)

  1. μεταβλητή, κυμαινόμενη τιμή
  2. (λογική) βλ. propositional variable (προτασιακή μεταβλητή)
  3. (προγραμματισμός) η μεταβλητή
      In a programming language, variables are used to store data values. [1]
    «Σε μια γλώσσα προγραμματισμού, οι μεταβλητές χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση τιμών δεδομένων.»
    δείτε επίσης: variable στην αγγλική Βικιπαίδεια

Υπώνυμα

πληροφορική:

πληροφορική (scope):

Πολυλεκτικοί όροι

πληροφορική:

  • variable στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. (αγγλικά) JavaScript Syntax. Πρόσβαση 2021-03-07.



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

variable < λατινική variabilis (ασταθής)

Προφορά

ΔΦΑ : /va.ʁjabl/

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
variable variables

variable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μεταβλητός
  2. άστατος, ασταθής

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
variable variables

variable (fr) θηλυκό

  1. (μαθηματικά) η μεταβλητή

Παράγωγα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη varier
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.