Μεσσίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μεσσίας | οι | Μεσσίες |
| γενική | του | Μεσσία | των | Μεσσιών |
| αιτιατική | τον | Μεσσία | τους | Μεσσίες |
| κλητική | Μεσσία | Μεσσίες | ||
| Στον ενικό, ο Χριστός. | ||||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μεσσίας < μεσσίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.