μεσσιανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεσσιανικός | η | μεσσιανική | το | μεσσιανικό |
| γενική | του | μεσσιανικού | της | μεσσιανικής | του | μεσσιανικού |
| αιτιατική | τον | μεσσιανικό | τη | μεσσιανική | το | μεσσιανικό |
| κλητική | μεσσιανικέ | μεσσιανική | μεσσιανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεσσιανικοί | οι | μεσσιανικές | τα | μεσσιανικά |
| γενική | των | μεσσιανικών | των | μεσσιανικών | των | μεσσιανικών |
| αιτιατική | τους | μεσσιανικούς | τις | μεσσιανικές | τα | μεσσιανικά |
| κλητική | μεσσιανικοί | μεσσιανικές | μεσσιανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεσσιανικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική messianique[1]
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μεσσιανικός
Αναφορές
- μεσσιανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.