δρᾶμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δρᾶμᾰ | τὰ | δράμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | δράμᾰτος | τῶν | δραμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | δράμᾰτῐ | τοῖς | δράμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | δρᾶμᾰ | τὰ | δράμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | δρᾶμᾰ | δράμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δράμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δραμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δρᾶμα ουδέτερο
Συγγενικά
θέμα δραματ-
- διαδραματίζω
- δραματικός
- δραμάτιον
- δραματοποιέω
- δραματοποιΐα
- δραματοποιός
- δραματουργέω
- δραματούργημα
- δραματουργία
- δραματουργός
- ὑποδραματομργέω
→ και δείτε τη λέξη δράω
Πηγές
- δρᾶμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δρᾶμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.