δρᾶμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δρᾶμᾰ τὰ δράμᾰτ
      γενική τοῦ δράμᾰτος τῶν δραμᾰ́των
      δοτική τῷ δράμᾰτ τοῖς δράμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ δρᾶμᾰ τὰ δράμᾰτ
     κλητική ! δρᾶμᾰ δράμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δράμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  δραμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρᾶμα < δράω / δρῶ + -μα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *derǝ- / *drā- (δρω)

Ουσιαστικό

δρᾶμα ουδέτερο

  1. δράση
  2. πράξη
  3. καθήκον
  4. δράμα
  5. (θέατρο)
    1. τραγωδία
    2. κωμωδία
  6. (ελληνιστική σημασία) τραγικό γεγονός ή συμβάν

Συγγενικά

θέμα δραματ-

 και δείτε τη λέξη δράω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.