αντιμελοδραματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιμελοδραματικός η αντιμελοδραματική το αντιμελοδραματικό
      γενική του αντιμελοδραματικού της αντιμελοδραματικής του αντιμελοδραματικού
    αιτιατική τον αντιμελοδραματικό την αντιμελοδραματική το αντιμελοδραματικό
     κλητική αντιμελοδραματικέ αντιμελοδραματική αντιμελοδραματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιμελοδραματικοί οι αντιμελοδραματικές τα αντιμελοδραματικά
      γενική των αντιμελοδραματικών των αντιμελοδραματικών των αντιμελοδραματικών
    αιτιατική τους αντιμελοδραματικούς τις αντιμελοδραματικές τα αντιμελοδραματικά
     κλητική αντιμελοδραματικοί αντιμελοδραματικές αντιμελοδραματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιμελοδραματικός < αντι- + μελοδραματικός

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.me.lo.ðɾa.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιμελοδραματικός

Επίθετο

αντιμελοδραματικός

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις μελόδραμα, μέλος, δράμα και δρω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.