μειοδοσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μειοδοσία | οι | μειοδοσίες |
| γενική | της | μειοδοσίας | των | μειοδοσιών |
| αιτιατική | τη | μειοδοσία | τις | μειοδοσίες |
| κλητική | μειοδοσία | μειοδοσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μειοδοσία < μειο- + -δοσία ((μεταφραστικό δάνειο) (γερμανικά) Mindestgebot)
Ουσιαστικό
μειοδοσία θηλυκό
- η προσφορά της πιο χαμηλής τιμής σε μία δημοπρασία ή κάποιον μειοδοτικό διαγωνισμό
- (μεταφορικά) υποχωρητικότητα
Συγγενικά
- μειοδότης
- μειοδοτικά
- μειοδοτικός
- μειοδότρια
- μειοδοτώ
- → δείτε τις λέξεις μείον και δίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.