μειοδοτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
μειοδοτικά
<
μειοδοτικός
+
-α
Επίρρημα
μειοδοτικά
μειοδοτώντας
Μεταφράσεις
μειοδοτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μειοδοτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
μειοδοτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.