μειοδοτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μειοδοτώ < μειοδότης +

Ρήμα

μειοδοτώ

  1. δίνω την πιο χαμηλή τιμή σε κάποιο μειοδοτικό διαγωνισμό ή σε μία δημοπρασία
    Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι από τα μεγαλύτερα θύματα αυτών των διαγωνισμών. Η εταιρεία που μειοδότησε προσφέροντας έκπτωση 30% σε σχέση με την αμέσως επομένη κατέφυγε στις πρακτικές που μόλις περιγράψαμε: καθυστερήσεις, απόρριψη μελετών, εκτέλεση μόλις του 10% των εργασιών. (*)
  2. (μεταφορικά) υπολείπομαι, υστερώ, δεν απαιτώ όσο πρέπει
    Οι συνδικαλιστές (...) είναι χωρισμένοι στα δύο. (...) Εν όψει του συνεδρίου (...) κανείς δεν επιθυμεί να του καταλογισθεί ότι μειοδότησε σε αγωνιστικότητα. (*)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.