μειοδότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μειοδότης οι μειοδότες
      γενική του μειοδότη των μειοδοτών
    αιτιατική τον μειοδότη τους μειοδότες
     κλητική μειοδότη μειοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μειοδότης < μειοδοσία + -της (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό

μειοδότης αρσενικό, (θηλυκό μειοδότρια)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.