θεραπεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θεραπεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεραπεύω (υπηρετώ, λατρεύω, γιατρεύω)[1]
Ρήμα
θεραπεύω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θεραπεύω | θεράπευα | θα θεραπεύω | να θεραπεύω | θεραπεύοντας | |
| β' ενικ. | θεραπεύεις | θεράπευες | θα θεραπεύεις | να θεραπεύεις | θεράπευε | |
| γ' ενικ. | θεραπεύει | θεράπευε | θα θεραπεύει | να θεραπεύει | ||
| α' πληθ. | θεραπεύουμε | θεραπεύαμε | θα θεραπεύουμε | να θεραπεύουμε | ||
| β' πληθ. | θεραπεύετε | θεραπεύατε | θα θεραπεύετε | να θεραπεύετε | θεραπεύετε | |
| γ' πληθ. | θεραπεύουν(ε) | θεράπευαν θεραπεύαν(ε) |
θα θεραπεύουν(ε) | να θεραπεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θεράπευσα | θα θεραπεύσω | να θεραπεύσω | θεραπεύσει | ||
| β' ενικ. | θεράπευσες | θα θεραπεύσεις | να θεραπεύσεις | θεράπευσε | ||
| γ' ενικ. | θεράπευσε | θα θεραπεύσει | να θεραπεύσει | |||
| α' πληθ. | θεραπεύσαμε | θα θεραπεύσουμε | να θεραπεύσουμε | |||
| β' πληθ. | θεραπεύσατε | θα θεραπεύσετε | να θεραπεύσετε | θεραπεύστε | ||
| γ' πληθ. | θεράπευσαν θεραπεύσαν(ε) |
θα θεραπεύσουν(ε) | να θεραπεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θεραπεύσει | είχα θεραπεύσει | θα έχω θεραπεύσει | να έχω θεραπεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις θεραπεύσει | είχες θεραπεύσει | θα έχεις θεραπεύσει | να έχεις θεραπεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει θεραπεύσει | είχε θεραπεύσει | θα έχει θεραπεύσει | να έχει θεραπεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θεραπεύσει | είχαμε θεραπεύσει | θα έχουμε θεραπεύσει | να έχουμε θεραπεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε θεραπεύσει | είχατε θεραπεύσει | θα έχετε θεραπεύσει | να έχετε θεραπεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν θεραπεύσει | είχαν θεραπεύσει | θα έχουν θεραπεύσει | να έχουν θεραπεύσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θεραπεύομαι | θεραπευόμουν(α) | θα θεραπεύομαι | να θεραπεύομαι | ||
| β' ενικ. | θεραπεύεσαι | θεραπευόσουν(α) | θα θεραπεύεσαι | να θεραπεύεσαι | (θεραπεύου) | |
| γ' ενικ. | θεραπεύεται | θεραπευόταν(ε) | θα θεραπεύεται | να θεραπεύεται | ||
| α' πληθ. | θεραπευόμαστε | θεραπευόμαστε θεραπευόμασταν |
θα θεραπευόμαστε | να θεραπευόμαστε | ||
| β' πληθ. | θεραπεύεστε | θεραπευόσαστε θεραπευόσασταν |
θα θεραπεύεστε | να θεραπεύεστε | (θεραπεύεστε) | |
| γ' πληθ. | θεραπεύονται | θεραπεύονταν θεραπευόντουσαν |
θα θεραπεύονται | να θεραπεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θεραπεύτηκα | θα θεραπευτώ | να θεραπευτώ | θεραπευτεί | ||
| β' ενικ. | θεραπεύτηκες | θα θεραπευτείς | να θεραπευτείς | θεραπεύσου | ||
| γ' ενικ. | θεραπεύτηκε | θα θεραπευτεί | να θεραπευτεί | |||
| α' πληθ. | θεραπευτήκαμε | θα θεραπευτούμε | να θεραπευτούμε | |||
| β' πληθ. | θεραπευτήκατε | θα θεραπευτείτε | να θεραπευτείτε | θεραπευτείτε | ||
| γ' πληθ. | θεραπεύτηκαν θεραπευτήκαν(ε) |
θα θεραπευτούν(ε) | να θεραπευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω θεραπευτεί | είχα θεραπευτεί | θα έχω θεραπευτεί | να έχω θεραπευτεί | θεραπευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις θεραπευτεί | είχες θεραπευτεί | θα έχεις θεραπευτεί | να έχεις θεραπευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει θεραπευτεί | είχε θεραπευτεί | θα έχει θεραπευτεί | να έχει θεραπευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε θεραπευτεί | είχαμε θεραπευτεί | θα έχουμε θεραπευτεί | να έχουμε θεραπευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε θεραπευτεί | είχατε θεραπευτεί | θα έχετε θεραπευτεί | να έχετε θεραπευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν θεραπευτεί | είχαν θεραπευτεί | θα έχουν θεραπευτεί | να έχουν θεραπευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι θεραπευμένος - είμαστε, είστε, είναι θεραπευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν θεραπευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν θεραπευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι θεραπευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι θεραπευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι θεραπευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι θεραπευμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- θεραπεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- θεραπεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
θεραπεύω
Πηγές
- θεραπεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεραπεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.