θεραπεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θεραπεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεραπεύω (υπηρετώ, λατρεύω, γιατρεύω)[1]

Ρήμα

θεραπεύω

  1. δίνω σε ασθενή μια θεραπεία και αποκαθιστώ την καλή του υγεία (λέγεται επίσης για το μέλος ή το όργανο που νοσεί καθώς και για την ίδια τη νόσο)
  2. (αρχαιοπρεπές) υπηρετώ (μια επιστήμη ή τέχνη)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θεραπεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

θεραπεύω

  1. υπηρετώ, περιποιούμαι, λατρεύω, νοσηλεύω
  2. κολακεύω (αρνητική σημασία)
  3. καλλιεργώ, οργώνω
  4. φροντίζω (με απαρέμφατο)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.