μεθαύριο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεθαύριο < (ελληνιστική κοινή) μεθαύριον < μετά + αρχαία ελληνική αὔριον (το θ τέθηκε αναλογικά με τη φράση «μεθ’ ἡμέραν»: μετά από μία μέρα·  δείτε τη λέξη φέτος)

Επίρρημα

μεθαύριο

Συγγενικά

αντιπροχτές, αντιπροχθές, αντίπροχτες, αντίπροχθες προχθές, προχτές χτες, χθες, εχτές, εχθές σήμερα αύριο μεθαύριο, μεθαύριον αντιμεθαύριο, παραμεθαύριο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.