προχτές

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προχτές < (ελληνιστική κοινή) προχθές < προ- (πριν από) + χθές

Επίρρημα

προχτές (χωρίς παραθετικά)

Συγγενικά

αντιπροχτές, αντιπροχθές, αντίπροχτες, αντίπροχθες προχθές, προχτές χτες, χθες, εχτές, εχθές σήμερα αύριο μεθαύριο, μεθαύριον αντιμεθαύριο, παραμεθαύριο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.