μεθαυριανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεθαυριανός η μεθαυριανή το μεθαυριανό
      γενική του μεθαυριανού της μεθαυριανής του μεθαυριανού
    αιτιατική τον μεθαυριανό τη μεθαυριανή το μεθαυριανό
     κλητική μεθαυριανέ μεθαυριανή μεθαυριανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεθαυριανοί οι μεθαυριανές τα μεθαυριανά
      γενική των μεθαυριανών των μεθαυριανών των μεθαυριανών
    αιτιατική τους μεθαυριανούς τις μεθαυριανές τα μεθαυριανά
     κλητική μεθαυριανοί μεθαυριανές μεθαυριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεθαυριανός < (ελληνιστική κοινή) μεθαύριον

Επίθετο

μεθαυριανός, -ή, -ό

  • που θα γίνει, θα πραγματοποιηθεί ή θα φτιαχτεί μεθαύριο
μεθαυριανός καιρός, μεθαυριανή αναμέτρηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.