χθες
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χθες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χθές. Συγκρίνετε με το χτες[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxθes/
Συγγενικά
Ουσιαστικό
χθες ουδέτερο άκλιτο
| αντιπροχτές, αντιπροχθές, αντίπροχτες, αντίπροχθες | προχθές, προχτές | χτες, χθες, εχτές, εχθές | σήμερα | αύριο | μεθαύριο, μεθαύριον | αντιμεθαύριο, παραμεθαύριο |
Μεταφράσεις
χθες
|
Αναφορές
- χτες, χθες - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.