μίτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μίτωση | οι | μιτώσεις |
| γενική | της | μίτωσης* | των | μιτώσεων |
| αιτιατική | τη | μίτωση | τις | μιτώσεις |
| κλητική | μίτωση | μιτώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μιτώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μίτωση < (λόγιο δάνειο) νεολατινική mitosis < αρχαία ελληνική μίτος + -ωσις (-ωση) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.to.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μί‐τη‐ση
Ουσιαστικό
μίτωση θηλυκό
- (βιολογία) τρόπος διαίρεσης του πυρήνα των κυττάρων, σε τέσσερις φάσεις, όπου και παράγονται δύο θυγατρικά κύτταρα, χωρίς ν΄ αλλάζει ο αριθμός των χρωμοσωμάτων.
Αναφορές
- μίτωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.