μείωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μείωσῐς αἱ μειώσεις
      γενική τῆς μειώσεως τῶν μειώσεων
      δοτική τῇ μειώσει ταῖς μειώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μείωσῐν τὰς μειώσεις
     κλητική ! μείωσῐ μειώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μειώσει
γεν-δοτ τοῖν  μειωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μείωσις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μείωσις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.