ματσάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ματσάκι | τα | ματσάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | ματσάκι | τα | ματσάκια |
| κλητική | ματσάκι | ματσάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ματσάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μάτσο
- (ειδικότερα) καθιερωμένη ονομασία είδους συσκευασίας, συνήθως για αρωματικά φυτά (μαϊντανό, ρίγανη κλπ.), σε δεμένα μικρά μάτσα
- (κατ’ επέκταση) η αόριστη ποσότητα που περιέχεται σε ένα δεμένο ματσάκι, όπως πουλιέται στα καταστήματα και μπορεί να διαφέρει αρκετά από σημείο πώλησης σε σημείο πώλησης
- υποκοριστικό του ματς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.