μάτσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάτσο τα μάτσα
      γενική του μάτσου των μάτσων
    αιτιατική το μάτσο τα μάτσα
     κλητική μάτσο μάτσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάτσο < (άμεσο δάνειο) βενετική mazzo

Ουσιαστικό

μάτσο ουδέτερο

  1. δέσμη από όμοια, που την πιάνεις με το ένα χέρι
    ένα μάτσο μαϊντανό
  2. σωρός ομοίων
    θα ήθελα να είχα ένα μάτσο πεντακοσάρικα
    Ένα μάτσο γυναίκες υπάρχουνε κι εσύ κάθεσαι και σκας για την Ελένη

Εκφράσεις

  • (είμαι) ένα μάτσο χάλια : για κάποιο άσχημο άτομο που όλα επάνω του είναι χάλια, αλλά και για ψυχικές καταστάσεις, όταν κάποιος είναι διαλυμένος ψυχικά ή κατάκοπος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.