μαστίγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαστίγιο τα μαστίγια
      γενική του μαστιγίου
& μαστίγιου
των μαστιγίων
    αιτιατική το μαστίγιο τα μαστίγια
     κλητική μαστίγιο μαστίγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαστίγιο < (ελληνιστική κοινή) μαστίγιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική μάστιξ
μαστίγιο (βιολογία)

Ουσιαστικό

μαστίγιο ουδέτερο

  1. λεπτή λουρίδα (ή λουρίδες), με την οποία χτυπιούνται τα υποζύγια ή και άνθρωποι
  2. (βιολογία) λεπτή απόφυση στην επιφάνεια κυττάρων ή βακτηρίων
  3. (μεταφορικά) έντονη επίπληξη ή κριτική

Εκφράσεις

  • μαστίγιο και καρότο

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.