μάστιξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μάστιξ | αἱ | μάστιγες |
| γενική | τῆς | μάστιγος | τῶν | μαστίγων |
| δοτική | τῇ | μάστιγῐ | ταῖς | μάστιξῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | μάστιγᾰ | τὰς | μάστιγᾰς |
| κλητική ὦ! | μάστιξ | μάστιγες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μάστιγε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μαστίγοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάστιξ < προελληνική [1]
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- μάστιξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάστιξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.