βούρδουλας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βούρδουλας οι βούρδουλες
      γενική του βούρδουλα των βουρδούλων
    αιτιατική τον βούρδουλα τους βούρδουλες
     κλητική βούρδουλα βούρδουλες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βούρδουλας < μεσαιωνική ελληνική βούρδουλας < πιθανόν από το βουδόρος ή το τουρκικό vurdum (αόριστος του vurmak)

Ουσιαστικό

βούρδουλας αρσενικό

  1. μαστίγιο
  2. (συνεκδοχικά) μαστίγωση
  3. (μεταφορικά) καταναγκασμός


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.