βούρδουλας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βούρδουλας | οι | βούρδουλες |
| γενική | του | βούρδουλα | των | βουρδούλων |
| αιτιατική | τον | βούρδουλα | τους | βούρδουλες |
| κλητική | βούρδουλα | βούρδουλες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βούρδουλας < μεσαιωνική ελληνική βούρδουλας < πιθανόν από το βουδόρος ή το τουρκικό vurdum (αόριστος του vurmak)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.