μαρκησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρκησία οι μαρκησίες
      γενική της μαρκησίας των μαρκησιών
    αιτιατική τη μαρκησία τις μαρκησίες
     κλητική μαρκησία μαρκησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαρκησία < θηλυκό του μαρκήσιος

Ουσιαστικό

μαρκησία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.