μαργράβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαργράβος οι μαργράβοι
      γενική του μαργράβου των μαργράβων
    αιτιατική τον μαργράβο τους μαργράβους
     κλητική μαργράβε μαργράβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαργράβος < (άμεσο δάνειο) γερμανική Markgraf (Mark + Graf) ελληνοποιημένη μορφή, μάλλον μέσω της γαλλικής margrave· κυριολεκτικά: ο κόμης των συνόρων  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

μαργράβος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1938.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.