λανδγράβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λανδγράβος οι λανδγράβοι
      γενική του λανδγράβου των λανδγράβων
    αιτιατική τον λανδγράβο τους λανδγράβους
     κλητική λανδγράβο λανδγράβοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λανδγράβος < (άμεσο δάνειο) γερμανική Landgraf (Land + Graf) με προσαρμογή στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας· κυριολεκτικά: χωροκόμης[1] (ίσως μέσω της γαλλικής landgrave)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

λανδγράβος αρσενικό

Συγγενικά

  • λανδιγραυία[3] (σπάνιο, παρωχημένο)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Ανδρέας Δαλέζιος, Λεξικόν γερμανοελληνικόν (Αθήνα, περ. 1905), σ. 580.
  2. Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1797.
  3. Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν γαλλοελληνικόν, τόμ. Β΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π.Α. Πετράκου, 1912), σ. 47. Στο Google books· πρόσβαση: 2021-07-06.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.