παραμεθόριος

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

παραμεθόριος < παρα- + μεθόριος

Επίθετο

παραμεθόριος, -α/-ος, ο

  • που είναι κοντά στα σύνορα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.