βουργράβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βουργράβος | οι | βουργράβοι |
| γενική | του | βουργράβου | των | βουργράβων |
| αιτιατική | τον | βουργράβο | τους | βουργράβους |
| κλητική | βουργράβε | βουργράβοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
βουργράβος αρσενικό
- (ιστορία) μεσαιωνικό γερμανικό αξίωμα και τίτλος ευγενείας για άρχοντα ενός κάστρου, εκπρόσωπο του ηγεμόνα, με διοικητικές, δικαστικές και στρατιωτικές εξουσίες σε μια περιοχή που του δινόταν ως φέουδο
Σημειώσεις
- η θέση του βουργράβου στην ιεραρχία των ευγενών ήταν αντίστοιχη των περιφερειακών κομήτων και χωροδεσποτών ή των λανδγράβων[2]
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Ανδρέας Δαλέζιος, Λεξικόν γερμανοελληνικόν (Αθήνα, περ. 1905), σ. 169.
- Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 653.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.