μανταρίνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανταρίνι τα μανταρίνια
      γενική του μανταρινιού των μανταρινιών
    αιτιατική το μανταρίνι τα μανταρίνια
     κλητική μανταρίνι μανταρίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μανταρίνι

Ετυμολογία

μανταρίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική mandarini[1], πληθυντικός αριθμός του mandarino < πορτογαλική mandarim / mandarij < μαλαϊκή menteri / manteri < σανσκριτική मन्त्रिन् ‎(mantrin: σύμβουλος, υπουργός), from मन्त्र ‎(mantra: συμβουλή, απόφθεγμα) + -इन् ‎(-in) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men- (σκέφτομαι)

Προφορά

ΔΦΑ : /ma(n).daˈɾi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μανταρίνι

Ουσιαστικό

μανταρίνι ουδέτερο

Συγγενικά

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

  1. Οι μανδαρίνοι φορούσαν κίτρινες-πορτοκαλόχροες ρόμπες, και, λόγω του χρώματος, έτσι ονομάσθηκε και ο καρπός.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.