μανιβέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μανιβέλα | οι | μανιβέλες |
| γενική | της | μανιβέλας | — | |
| αιτιατική | τη | μανιβέλα | τις | μανιβέλες |
| κλητική | μανιβέλα | μανιβέλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αυτοκίνητο του 1929, όπου ο κινητήρας τίθεται σε λειτουργία με τη χρήση μανιβέλας.

Ξύστρα με μανιβέλα.
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.niˈve.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐νι‐βέ‐λα
Ουσιαστικό
μανιβέλα θηλυκό
- ράβδος ή μοχλός που φέρει δυο ορθές γωνίες στη σειρά, ώστε να μπορεί να περιστρέφεται, προκειμένου να λειτουργεί ένα χειροκίνητο μηχάνημα, ή να εκκινήσει ένας κινητήρας
- (μεταφορικά) ξυλοκόπημα, ξυλοφόρτωμα
-
μανιβέλα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- μανιβέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.