μαναβέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαναβέλα | οι | μαναβέλες |
| γενική | της | μαναβέλας | — | |
| αιτιατική | τη | μαναβέλα | τις | μαναβέλες |
| κλητική | μαναβέλα | μαναβέλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.naˈve.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐να‐βέ‐λα
Μεταφράσεις
μαναβέλα
|
Αναφορές
- μαναβέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.