μανικώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μανικώνω < μανίκ(ι) + -ώνω

Ρήμα

μανικώνω

  1. βάζω μανίκια σε ρούχο
  2. προσθέτω λαβή

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.