μάνικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάνικα οι μάνικες
      γενική της μάνικας
    αιτιατική τη μάνικα τις μάνικες
     κλητική μάνικα μάνικες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάνικα < (άμεσο δάνειο) ιταλική manica. Με διαφορετική σημασία η μεσαιωνική ελληνική μάνικα
Τρεις πυροσβέστες κρατάνε μάνικα.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.ni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάνικα

Ουσιαστικό

μάνικα θηλυκό

  • πλαστικός και εύκαμπτος σωλήνας για τη μεταφορά συνήθως μεγάλης ποσότητας νερού από μία βρύση ή δεξαμενή σε πιο μακρινό σημείο
    μάνικα της πυροσβεστικής

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μάνικα < (άμεσο δάνειο) λατινική manica και ιταλική, manicae (πληθυντικός: περιβραχιόνιο) < manus[1]

Ουσιαστικό

μάνικα

  1. (ενδυμασία) μανίκι
     συνώνυμα: μανίκι(ν), μανίκιον, μανικόττι
  2. (οπλισμός) σιδερένια θωράκιση για τους βραχίονες με σχήμα σωληνοειδές

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη μανίκιν

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.