μανικετόκουμπο
Νέα ελληνικά (el)

μανσέτα με μανικετόκουμπο
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μανικετόκουμπο | τα | μανικετόκουμπα |
| γενική | του | μανικετόκουμπου | των | μανικετόκουμπων |
| αιτιατική | το | μανικετόκουμπο | τα | μανικετόκουμπα |
| κλητική | μανικετόκουμπο | μανικετόκουμπα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μανικετόκουμπο ουδέτερο
- μικρό μεταλλικό διακοσμητικό αξεσουάρ, (συνήθως) για άνδρες που φοριέται στην κουμπότρυπα της μανσέτας
- σχήμα κρυστάλλου χιονιού που μοιάζει σε μανικετόκουμπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.