μανικετόκουμπο

Νέα ελληνικά (el)

μανσέτα με μανικετόκουμπο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανικετόκουμπο τα μανικετόκουμπα
      γενική του μανικετόκουμπου των μανικετόκουμπων
    αιτιατική το μανικετόκουμπο τα μανικετόκουμπα
     κλητική μανικετόκουμπο μανικετόκουμπα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μανικετόκουμπο < μανικέτι + κουμπί

Ουσιαστικό

μανικετόκουμπο ουδέτερο

  1. μικρό μεταλλικό διακοσμητικό αξεσουάρ, (συνήθως) για άνδρες που φοριέται στην κουμπότρυπα της μανσέτας
  2. σχήμα κρυστάλλου χιονιού που μοιάζει σε μανικετόκουμπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.