χιλιοστό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιλιοστό τα χιλιοστά
      γενική του χιλιοστού των χιλιοστών
    αιτιατική το χιλιοστό τα χιλιοστά
     κλητική χιλιοστό χιλιοστά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χιλιοστό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του τακτικού αριθμητικού χιλιοστός

Προφορά

ΔΦΑ : /çi.li.oˈsto/

Ουσιαστικό

χιλιοστό ουδέτερο

  1. το ένα από τα χίλια ίσα μέρη μιας ποσότητας
    μακάρι να είχα το ένα χιλιοστό της εξυπνάδας του
  2. μονάδα μήκους, υποδιαίρεση του μέτρου· ισούται με το 1/1000 του μέτρου (ή 10-3m)
     δείτε τη λέξη χιλιοστόμετρο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χιλιοστό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.